κάμπτρον

From LSJ
Revision as of 10:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμπτρον Medium diacritics: κάμπτρον Low diacritics: κάμπτρον Capitals: ΚΑΜΠΤΡΟΝ
Transliteration A: kámptron Transliteration B: kamptron Transliteration C: kamptron Beta Code: ka/mptron

English (LSJ)

τό, A turningpoint in the race-course, ib. s.v. intermetium. II = κάμπτρα, ibid.; cf. κάπτρον.

Greek Monolingual

κάμπτρον, τὸ (Α)
(γλώσσ.)
1. το σημείο της στροφής στον ιππόδρομο, νύσσα, καμπτήρ
2. κάμπτρα, κάμψα, θήκη, σάκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω. Με τη σημασία «θήκη», άλλος τ. του κάμπτρα].