κακεντρέχεια

From LSJ
Revision as of 10:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκεντρέχεια Medium diacritics: κακεντρέχεια Low diacritics: κακεντρέχεια Capitals: ΚΑΚΕΝΤΡΕΧΕΙΑ
Transliteration A: kakentrécheia Transliteration B: kakentrecheia Transliteration C: kakentrecheia Beta Code: kakentre/xeia

English (LSJ)

ἡ, A activity in mischief, Plb.4.87.4.

German (Pape)

[Seite 1298] ἡ, Arglist, Bosheit gegen Einen, Pol. 4, 87, 4 u. a. Sp.; Suid. erkl. πονηρία.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκεντρέχεια: ἡ, δραστηριότης εἰς τὸ κακόν, δολιότης, πονηρία, Πολύβ. 4. 87, 4, Ὠριγέν. VII. 152Α.

Greek Monolingual

η (AM κακεντρέχεια) κακεντρεχής
κακία και δολιότητα, χαιρεκακία, μοχθηρία.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκεντρέχεια: ἡ коварство, злость (κ. καὶ βασκανία Polyb.).