καθετήριον

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθετήριον Medium diacritics: καθετήριον Low diacritics: καθετήριον Capitals: ΚΑΘΕΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: kathetḗrion Transliteration B: kathetērion Transliteration C: kathetirion Beta Code: kaqeth/rion

English (LSJ)

(sc. ὄργανον), τό, A = καθετήρ 1, f.l. in Hp.Mul.2.157; τὸ ὄργανον τὸ κ. Aret.CA2.9.

German (Pape)

[Seite 1283] ὄργανον, = καθετήρ 1, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

καθετήριον: τό, = καθετὴρ Ι, μοτοῦν ὠμολίνῳ καθετηρίῳ Ἱππ. 659.20· τὸ ὄργανον τὸ καθ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9.

Greek Monolingual

καθετήριον, τὸ (Α) καθίημι
1. κομμάτι από λινό ύφασμα που τίθεται μέσα σε πληγή για απορρόφηση υγρών
2. φρ. «τὸ ὄργανον τὸ καθετήριον» — όργανο που χρησιμοποιείται για καθετηριασμὁ (Αρετ.).