Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Full diacritics: καπρῴζομαι | Medium diacritics: καπρῴζομαι | Low diacritics: καπρώζομαι | Capitals: ΚΑΠΡΩΖΟΜΑΙ |
Transliteration A: kaprṓizomai | Transliteration B: kaprōzomai | Transliteration C: kaprozomai | Beta Code: kaprw/|zomai |
A rut, of the boar, Sciras 1.
καπρῴζομαι (Α)
(για χοίρους) καπρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -ώζομαι, πιθ. αναλογικά προς ρ. σε -ώζω που δηλώνουν φωνές, κραυγές (πρβλ. κρ-ώζω, οιμ-ώζω)].