καρκινάς
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
άδος, ἡ, Dim. of A καρκίνος 1, Gal.6.717, Ael.NA7.31, Artem.2.14, Opp.C.2.286, H.1.320.
German (Pape)
[Seite 1327] άδος, ἡ, dim. von καρκίνος; Opp. Cyn. 2, 286 Hal. 1, 320; Ael. H. N. 6, 28. 7, 31.
Greek (Liddell-Scott)
καρκῐνάς: -άδος, ὑποκορ. τοῦ καρκίνος, Ὀππ. Κυν. 2. 286, Ἁλ. 1. 320.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
petit crabe, poisson.
Étymologie: καρκίνος.
Greek Monolingual
καρκινάς, -άδος, ἡ (Α) καρκίνος
(υποκορ. του καρκίνος) μικρός κάβουρας.