κατακέρασις
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
εως, ἡ, A process of mixing, κατακεράσει αὐξάνεται Arist.GA723a18.
German (Pape)
[Seite 1352] ἡ, Mischung, Temperatur, Arist. gen. anim. 1, 18.
Greek (Liddell-Scott)
κατακέρᾰσις: -εως, ἡ, μῖξις, ἀνάμιξις, κατακεράσει αὐξάνεται, οἷον οἶνος ὕδατος προσεγχυθέντος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 18.
Greek Monolingual
κατακέρασις, -άσεως, ἡ (Α) κατακεράννυμι
ανάμιξη.
Russian (Dvoretsky)
κατακέρᾰσις: εως ἡ примешивание (воды), разбавление (sc. τοῦ οἴνου Arst.).