καταλαμπτέος

From LSJ
Revision as of 10:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλαμπτέος Medium diacritics: καταλαμπτέος Low diacritics: καταλαμπτέος Capitals: ΚΑΤΑΛΑΜΠΤΕΟΣ
Transliteration A: katalamptéos Transliteration B: katalampteos Transliteration C: katalampteos Beta Code: katalampte/os

English (LSJ)

α, ον, Ion. for καταληπτέος, A to be arrested, θανάτῳ by death, Hdt.3.127.

Greek (Liddell-Scott)

καταλαμπτέος: -α, -ον, Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταληπτέος, ὃν πρέπει νὰ καταλάβῃ ἢ σταματήσῃ τις, θανάτῳ, διὰ θανάτου, Ἡρόδ. 3. 127.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. ion. c. καταληπτέος.

Greek Monotonic

καταλαμπτέος: -α, -ον, Ιων. αντί καταληπτέος, αυτός που πρέπει να αναχαιτισθεί, να εμποδισθεί, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

καταλαμπτέος: ион. = καταληπτέος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλαμπτέος Ion. voor καταληπτέος.

Middle Liddell

καταλαμπτέος, η, ον [from καταλαμβάνω [ionic for καταληπτέος,]
to be arrested, Hdt.