Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Full diacritics: κεφᾰλόπους | Medium diacritics: κεφαλόπους | Low diacritics: κεφαλόπους | Capitals: ΚΕΦΑΛΟΠΟΥΣ |
Transliteration A: kephalópous | Transliteration B: kephalopous | Transliteration C: kefalopous | Beta Code: kefalo/pous |
ποδος, ὁ, in pl., lamb's or goat's A trotters, Cass.Fel.40 (s.v.l.).
κεφαλόπους, -οδός, ὁ (Α)
στον πληθ. οι κεφαλόποδες
τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πους (< ποῡς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντό-πους, λεοντό-πους].