κλεψιτόκος

From LSJ
Revision as of 12:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψιτόκος Medium diacritics: κλεψιτόκος Low diacritics: κλεψιτόκος Capitals: ΚΛΕΨΙΤΟΚΟΣ
Transliteration A: klepsitókos Transliteration B: klepsitokos Transliteration C: klepsitokos Beta Code: kleyito/kos

English (LSJ)

ον, A concealing offspring, Opp.C.3.11, Nonn.D.28.317.

German (Pape)

[Seite 1449] heimlich gebärend, od. das Geborene entwendend, Rhea, Opp. Cyn. 3, 11.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψῐτόκος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ τίκτουσα κρυφίως, Ὀππ. Κυν. 3. 11.

Greek Monolingual

κλεψιτόκος, -ον (Α)
(για γυναίκα και κυρίως ως επίθ. της Ρέας) αυτή που γεννά κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αρρενο-τόκος, ονειρο-τόκος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].