κλυτόδενδρος
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ον, A famous for trees, Πιερίη AP4.2.1 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1457] durch schöne Bäume berühmt, Πιερίη Philp. 1 (IV, 2).
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτόδενδρος: -ον, περίφημος διὰ τὰ δένδρα της, Πιερίη Ἀνθ. Π. 4. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
renommé pour ses beaux arbres.
Étymologie: κλυτός, δένδρον.
Greek Monolingual
κλυτόδενδρος, -ον (Α)
αυτός που είναι περίφημος για τα δένδρα του («κλυτοδένδρου Πιερίης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. αγλαό-δενδρος, φιλό-δενδρος].
Greek Monotonic
κλῠτόδενδρος: -ον (δένδρον), περίφημος για τα δένδρα του, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κλῠτόδενδρος: славящийся (своими) деревьями (Πιερίη Anth.).