κνηκόπυρος

From LSJ
Revision as of 12:41, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηκόπῡρος Medium diacritics: κνηκόπυρος Low diacritics: κνηκόπυρος Capitals: ΚΝΗΚΟΠΥΡΟΣ
Transliteration A: knēkópyros Transliteration B: knēkopyros Transliteration C: knikopyros Beta Code: knhko/puros

English (LSJ)

ον, A made of yellow wheat, ἡδοναὶ τραγημάτων Sopat.17.

German (Pape)

[Seite 1460] weizengelb, Ath. XIV, 649 a, oder aus Safflor u. Weizen gemacht.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκόπῡρος: -ον, ἔχων χρῶμα κιτρινωπὸν οἷον τὸ τοῦ σίτου· ἢ κνηκόπυρρος, ον, ἔχων χρῶμα ἐρυθροκίτρινον, Σώπατ. παρ᾿ Ἀθην. 649Α.

Greek Monolingual

κνηκόπυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -πυρος (< πυρός «σιτάρι»), πρβλ. εύ-πυρος, πολύ-πυρος].