κυΐσκομαι

From LSJ
Revision as of 13:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυΐσκομαι Medium diacritics: κυΐσκομαι Low diacritics: κυΐσκομαι Capitals: ΚΥΪΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: kyḯskomai Transliteration B: kuiskomai Transliteration C: kyiskomai Beta Code: kui/+skomai

English (LSJ)

Pass., of the female, A conceive, become pregnant, Hdt.2.93, 4.30, Arist.HA543b19, etc.; κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα Pl.Tht. 149b; of plants, Thphr.CP3.2.8. II Act. κυΐσκω in same sense, Hp.Aph.5.62, Philostr.VA1.22, Gp.14.1.3, Gal.4.513; but 2 causal, of the male, impregnate, Him.Or.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

κυΐσκομαι: Παθ., ἐπὶ τοῦ θήλεος, = κυέω, κύω, συλλαμβάνω, γίνομαι ἔγκυος, Ἡρόδ. 2. 93., 4. 30, Ἀριστ. κλ.· κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα Πλάτ. Θεαίτ. 149Β· ὡσαύτως ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 8· ― πρβλ. ἐπικυΐσκομαι. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. κυΐσκω κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1255, Φιλόστρ. 28, Γεωπ.· ― ἀλλά, 2) μεταβατ. ἐνεργείας ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, κάμνω τινὰ νὰ κυοφορήσῃ, Ἱμερ. Ὀρ. 1. 7· πρβλ. κύω ΙΙ.

Greek Monotonic

κυΐσκομαι: Παθ. μόνο στον ενεστ., συλλαμβάνω, καθίσταμαι έγκυος, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κυΐσκομαι: становиться или быть беременной (ἔκ τινος Her., Arst.): κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα Plat. способная стать беременной и рожать.