κυκνάριον

From LSJ
Revision as of 13:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνάριον Medium diacritics: κυκνάριον Low diacritics: κυκνάριον Capitals: ΚΥΚΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: kyknárion Transliteration B: kyknarion Transliteration C: kyknarion Beta Code: kukna/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of A κύκνος III, Aët.7.8, Gal.14.765.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύκνος, Γαλην. 24. 765.

Greek Monolingual

κυκνάριον, τὸ (Α)
είδος κολλυρίου ή αλοιφής για τη θεραπεία της φλόγωσης τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυν-άριον, παιδ-άριον). Το φάρμακο ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω του χρώματός του].