κυοτροφία
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
ἡ, A nourishment of the foetus, Hp.Salubr.6 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1534] ἡ, Ernährung der Leibesfrucht, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κυοτροφία: ἡ, θρέψις τοῦ ἐμβρύου, Ἱππ. 337. 17.
Greek Monolingual
κυοτροφία, ἡ (Α)
η θρέψη του εμβρύου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + τροφία (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο-τροφία, κτηνο-τροφία].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυοτροφία -ας, ἡ [κύω, τρέφω] de voeding van de foetus.