κωλυσιεργός

From LSJ
Revision as of 13:33, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῡσιεργός Medium diacritics: κωλυσιεργός Low diacritics: κωλυσιεργός Capitals: ΚΩΛΥΣΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: kōlysiergós Transliteration B: kōlysiergos Transliteration C: kolysiergos Beta Code: kwlusiergo/s

English (LSJ)

όν, A hindering from work, τοῦ φιλοσοφεῖν Iamb.Protr.21.κβ.

German (Pape)

[Seite 1543] die Arbeit hindernd, störend, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡσιεργός: -όν, κωλύων ἀπὸ τοῦ ἔργου, τοῦ φιλοσοφεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 356 Kiessl.

Greek Monolingual

-ό(ν) (Α κωλυσιεργός, -όν)
αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσ-ις) + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο-εργός, ανεν-εργός. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.