λίμνηστρον
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
τό, A = ἀδάρκη, Gal.12.424.
Greek Monolingual
λίμνηστρον, τὸ (Α)
λιμνησία, αδάρκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λιμνηστρίς, κατά τα ουδέτερα σε -ον].