λακκόπεδον
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
τό, A scrotum, Aristag.6, Ruf.Onom.106; λακόπεδον in Poll.2.172.
German (Pape)
[Seite 8] τό, der Hodensack, Poll. 2, 172.
Greek (Liddell-Scott)
λακκόπεδον: τό, τὸ ὀρχίπεδον, οἱ ὄρχεις, Λατ. scrotum, Ἀρισταγ. ἐν «Μαμμακύθῳ» 6, Πολυδ. Β΄, 172, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λακκόπεδον και λακόπεδον, τὸ (Α.)
το όσχεον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πέδον «έδαφος» (πρβλ. γή-πεδον, οικό-πεδον)].