μεσαιπόλιος

From LSJ
Revision as of 15:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαιπόλιος Medium diacritics: μεσαιπόλιος Low diacritics: μεσαιπόλιος Capitals: ΜΕΣΑΙΠΟΛΙΟΣ
Transliteration A: mesaipólios Transliteration B: mesaipolios Transliteration C: mesaipolios Beta Code: mesaipo/lios

English (LSJ)

ον, A half-grey, grizzled, i.e. middle-aged, 11.13.361, App.Hann.6, Aesop.56, Tryph.168, Zos.1.51, AP5.233 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 136] grau dazwischen, halb grau, mit Grau gemischt, Il. 13, 361 von dem aus dem Mannesalter ins Greisenalter übergehenden Idomeneus; Alciphr. 3, 25; Long. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαιπόλιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ μεσοπόλιος, κατὰ τὸ ἥμισυ πολιός, «ψαρός», μεσῆλιξ, μεσόκοπος, Ἰλ. Ν. 361, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 234· πρβλ. σπαρτοπόλιος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεσαιπόλιος· οὐ σφόδρα πεπολιωμένος, ἀλλὰ μέσος, οὔπω γέρων».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à demi blanc, grisonnant.
Étymologie: μέσος, πολιός.

English (Autenrieth)

(μέσος, πολιός): halfgray, grizzled, Il. 13.361†.

Greek Monolingual

μεσαιπόλιος, -ον (Α)
βλ. μεσοπόλιος.

Greek Monotonic

μεσαιπόλιος: -ον, ποιητ. αντί μεσοπόλιος, αυτός που τα μισά μαλλιά του είναι γκρίζα, αυτός που έχει ψαρά μαλλιά, δηλ. μεσήλικας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μεσαιπόλιος: [μέσαι - locativus к μέσος наполовину седой, с проседью (Ἰδομενεύς Hom.).

Middle Liddell

μεσαι-πόλιος, ον [poetic for μεσοπόλιος
half-gray, grizzled, i. e. middle-aged, Il.