μερίμνημα

From LSJ
Revision as of 15:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερίμνημα Medium diacritics: μερίμνημα Low diacritics: μερίμνημα Capitals: ΜΕΡΙΜΝΗΜΑ
Transliteration A: merímnēma Transliteration B: merimnēma Transliteration C: merimnima Beta Code: meri/mnhma

English (LSJ)

Dor. μερίμν-ᾱμα, ατος, τό, A anxiety, in pl., Pi. Fr.277, 278, S.Ph.186 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 134] τό, Sorge, Besorgniß; ἀλεγεινά, Pind. frg. 245; ἀνήκεστα μεριμνήματ' ἔχων βάρη, Soph. Phil. 187.

Greek (Liddell-Scott)

μερίμνημα: τό, μέριμνα, ἀνησυχία, Πινδ. Ἀποσπ. 245, 251, Σοφ. Φιλ. 186.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
soin, souci, inquiétude.
Étymologie: μεριμνάω.

Greek Monolingual

μερίμνημα, το (ΑM, Μ δωρ. τ. μερίμναμα) μεριμνώ
μέριμνα, φροντίδα
μσν.
αντικείμενο μέριμνας.

Greek Monotonic

μερίμνημα: -ατος, τό, ανησυχία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μερίμνημα: дор. μερίμνᾱμα, ατος τό забота, тревога, волнение (ἀλεγεινόν Pind.; βαρύ Soph.).

Middle Liddell

μερίμνημα, ατος, τό, [from μεριμνάω
anxiety, Soph.