μεταμάζιος

From LSJ
Revision as of 15:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμάζιος Medium diacritics: μεταμάζιος Low diacritics: μεταμάζιος Capitals: ΜΕΤΑΜΑΖΙΟΣ
Transliteration A: metamázios Transliteration B: metamazios Transliteration C: metamazios Beta Code: metama/zios

English (LSJ)

ον, (μαζός) A between the breasts, ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον Il.5.19; τὸ μ. space between the breasts, Anacreont.16.30.

German (Pape)

[Seite 149] zwischen den Brüsten; ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον, er traf den Mann an der Brust zwischen den Warzen, Il. 5, 19; sp. D., wie Anacr. 16, 30, der substantivisch τὸ μεταμάζιον sagt.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμάζιος: -ον, (μαζὸς) ὁ μεταξὺ τῶν μαστῶν, ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον Ἰλ. Ε. 19· ― τὸ μετ., τὸ μεταξὺ τῶν μαστῶν μέρος, Ἀνακρεόντ. 16. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se trouve entre les seins.
Étymologie: μετά, μαζός.

English (Autenrieth)

between the paps, μαζοί, Il. 5.19†.

Greek Monolingual

μεταμάζιος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών μαστών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταμάζιον
το μεταξύ τών μαστών μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -μάζιος (< μαζός «μαστός»), πρβλ. επι-μάζιος, υπο-μάζιος].

Russian (Dvoretsky)

μεταμάζιος: находящийся между сосками (στῆθος Hom.).