μητρόληπτος

From LSJ
Revision as of 15:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρόληπτος Medium diacritics: μητρόληπτος Low diacritics: μητρόληπτος Capitals: ΜΗΤΡΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: mētrólēptos Transliteration B: mētrolēptos Transliteration C: mitroliptos Beta Code: mhtro/lhptos

English (LSJ)

ον, A possessed by the Mother of the gods, Herm.in Phdr.p.105 A.

German (Pape)

[Seite 180] von der Göttermutter wahnsinnig gemacht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μητρόληπτος: ὁ, ὁ ἐμπνευσθείς, ὁ μανιώδης γενόμενος ὑπὸ τῆς μητρὸς τῶν θεῶν Ρέας, Ἑρμείας εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. σ. 105.

Greek Monolingual

μητρόληπτος, -ον (Α)
αυτός που κατέχεται ή εμπνέεται από το πνεύμα της μητέρας τών θεών Ρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ληπτός (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. δορί-ληπτος, μουσό-ληπτος].