μυομαχία
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ἡ, (μάχη) A battle of mice, Plu.Ages.15.
German (Pape)
[Seite 218] ἡ, der Mäusekrieg, Plut. Agesil. 15.
Greek (Liddell-Scott)
μυομᾰχία: ἡ, (μάχη) μάχη ποντικῶν, Πλουτ. Ἀγησ. 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
combat de rats.
Étymologie: μῦς, μάχομαι.
Greek Monolingual
η (Α μυομαχία)
μάχη μεταξύ τών ποντικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι)].
Greek Monotonic
μυομᾰχία: ἡ (μάχη), μάχη μεταξύ ποντικιών, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μυομᾰχία: ἡ война мышей Plut.