νεοτελής

From LSJ
Revision as of 16:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοτελής Medium diacritics: νεοτελής Low diacritics: νεοτελής Capitals: ΝΕΟΤΕΛΗΣ
Transliteration A: neotelḗs Transliteration B: neotelēs Transliteration C: neotelis Beta Code: neotelh/s

English (LSJ)

ές, A newly initiated, Pl.Phdr.250e (glossed νεωστὶ τετελεσμένος Tim.Lex., ν. τετελειωμένος Phot., Suid.), Luc.DMeretr.11.2; ψυχή Him.Or.14.12; ἦθος Id.Ed.10.6.

German (Pape)

[Seite 245] ές, 1) eben erst beendigt, Suid. – 2) eben erst eingeweiht; Plat. Phaedr. 250 e; Luc. D. Mer. 11, 2.

Greek (Liddell-Scott)

νεοτελής: -ές, νεωστὶ τετελειωμένος, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ νεωστὶ μυηθείς, Πλάτ. Φαῖδρ. 250Ε, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 11. 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement achevé.
Étymologie: νέος, τέλος.

Greek Monolingual

νεοτελής, -ές (Α)
1. αυτός που μυήθηκε στα μυστήρια πρόσφατα, αυτός που κατηχήθηκε πρόσφατα
2. αυτός που τελείωσε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τελής (< τέλος «σκοπός»), πρβλ. ημι-τελής].

Greek Monotonic

νεοτελής: -ές (τέλος), αυτός που τελείωσε πρόσφατα· νεομυημένος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νεοτελής: новопосвященный Plat., Luc.

Middle Liddell

νεο-τελής, ές τέλος
newly initiated, Plat.