νεωλκός

From LSJ
Revision as of 16:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωλκός Medium diacritics: νεωλκός Low diacritics: νεωλκός Capitals: ΝΕΩΛΚΟΣ
Transliteration A: neōlkós Transliteration B: neōlkos Transliteration C: neolkos Beta Code: newlko/s

English (LSJ)

ὁ, (ναῦς, ἕλκω) A one who hauls up a ship into dock, Arist.Ph.250a18, SIG1000.22 (Cos, i B.C.), Poll.7.190, 10.148.

Greek (Liddell-Scott)

νεωλκός: ὁ, (ναῦς, ἕλκω) ὁ ἀνασύρων πλοῖον εἰς τὴν ξηρὰν ἢ ἐκ τῆς ξηρᾶς καθελκύων εἰς τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Φυσ. 7. 5, 4, Πολυδ. Ζ΄, 190., Ι΄, 148· πρβλ. ὁλκός.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui tire les vaisseux à sec.
Étymologie: ναῦς, ἕλκω.

Greek Monolingual

ο (Α νεωλκός)
αυτός που έλκει τα πλοία στη ξηρά, που φέρνει τα πλοία στο νεώλκιο («νεωλκοῡ δὲ σκεύη, φάλαγγες, φαλάγγια, ὅλκοι», Πολυδ.)
νεοελλ.
το νεώλκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηF-ολκός (< νāF-ολκός) < ναῦς, νᾶος / νηός «πλοίο» + -ολκός (< ἔλκω) με σίγηση του -F- και αντιμεταχώρηση (πρβλ. ιχθυ-ολκός)].

Greek Monotonic

νεωλκός: ὁ (ναῦς, ἕλκω), ρυμουλκός πλοίου, αυτός που ανασύρει πλοίο στην ξηρά ή το καθελκύει στη θάλασσα από την ξηρά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

νεωλκός:ἕλκω вытаскивающий судно на берег, бурлак Arst.

Middle Liddell

νε-ωλκός, οῦ, ὁ, ναῦς, ἕλκω
a ship-hauler, Arist.