νεόβλαστος

From LSJ
Revision as of 16:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόβλαστος Medium diacritics: νεόβλαστος Low diacritics: νεόβλαστος Capitals: ΝΕΟΒΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: neóblastos Transliteration B: neoblastos Transliteration C: neovlastos Beta Code: neo/blastos

English (LSJ)

ον, A sprouting afresh, Thphr.HP1.8.5, Nic.Al.484.

German (Pape)

[Seite 241] frisch oder neu keimend, sprossend, hervorbrechend, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

νεόβλαστος: -ον, ἐπὶ κλάδων δένδρου, ὁ ἀρτίως βλαστήσας, καθάπερ καὶ τῆς συκῆς οἱ νεόβλαστοι (δηλ. κλάδοι) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 5, Νικ. Ἀλέξιφ. 484, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεοθηλές.

Greek Monolingual

νεόβλαστος, -ον (ΑΜ)
(για κλαδιά δέντρων) αυτός που αναπτύσσει νέους και τρυφερούς βλαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + βλαστός (< βλαστάνω), πρβλ. αρτί-βλαστος].