ξιφισμός
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
ὁ, A sword-dance, Ath.14.629f; sword-play, D.C.47.44.
German (Pape)
[Seite 280] ὁ, ein kriegerischer Tanz (s. ξιφίζω); B. A. 432; Ath. XIV, 629 e.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφισμός: ὁ, (ξιφίζω) «σχῆμα ὀρχηστικὸν τῆς λεγομένης ἐμμελείας ὀρχήσεως» (Ἡσύχ.), Ἀθήν. 629F.
Greek Monolingual
ο (Α ξιφισμός) ξιφίζω
νεοελλ.
χτύπημα με ξίφος
αρχ.
1. είδος πολεμικού χορού
2. ξιφομαχία, ξιφασκία.