οἰνοθήκη
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
ἡ, A wine-cellar, Gp.6.12.4. II wine-cask, PFlor. 385.4 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοθήκη: ἡ, ἀποθήκη οἴνου, Γεωπ. 6. 2.
Greek Monolingual
οἰνοθήκη, ἡ (ΑΜ)
οιναποθήκη
αρχ.
βυτίο, βαρέλι κρασιού.