παλίρροιβδος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A dashing back with a roar, Opp. H.5.220 (v.l. πᾰλίρ-ροιζος).
Greek (Liddell-Scott)
παλίρροιβδος: -ον, ὁ ὁρμῶν ὀπίσω μετὰ ῥοίβδου, μετὰ μεγάλης βοῆς, πιθ. γραφ. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 220, Λυκόφρ. 380.
Greek Monolingual
παλίρροιβδος, -ον (Α)
αυτός που ορμά προς τα πίσω με μεγάλη βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥοῖβδος «θορυβώδης κίνηση»].