παλίμπους

From LSJ
Revision as of 18:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμπους Medium diacritics: παλίμπους Low diacritics: παλίμπους Capitals: ΠΑΛΙΜΠΟΥΣ
Transliteration A: palímpous Transliteration B: palimpous Transliteration C: palimpous Beta Code: pali/mpous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, A going back, returning, Lyc.126, AP5.162 (Mel.); π. ἡ τύχη περιίσταται J.BJ4.1.6.

German (Pape)

[Seite 449] ποδος, zurückgehend; παλίμπους στεῖχε, Mel. 108 (V, 165); στῆσαι παλίμπουν εἰς πάτραν, Lycophr. 126; τύχη, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπους: ὁ, ἡ, ὁ ὀπίσω πορευόμενος, ἐπιστρέφων, Ἀνθ. Π. 5. 163, Λυκόφρ. 126· π. τύχη, τἀνάπαλιν, ἐναντίον συμβεβηκός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 1, 6.

Greek Monolingual

παλίμπους, -ποδος, ο, η (ΑΜ)
αυτός που πορεύεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πούς.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίμπους: ποδος adj. возвращающийся: π. στεῖχε Anth. отправляйся в обратный путь.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίμπους -ποδος [πάλιν, πούς] terugkerend.