παρακρουσιχοίνικος

From LSJ
Revision as of 19:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

English (LSJ)

ον, A striking off too much from the top of the measure (cf. παρακρούω VII), Com.Adesp.1104.

German (Pape)

[Seite 485] mit falschem Maaße betrügend, comic. in VLL.; vgl. Poll. 4, 169.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρουσιχοίνικος: -ον, «ὁ παρακρουόμενος ἐν τῶ μετρεῖν˙ τὸ γὰρ ἀπατᾶν παρακρούσασθαι ἔλεγον» Φώτ. (πρβλ. παρακρούω Ι), Κώμικ. Ἀνώνυμ. 318, πρβλ. κρουσιμετρέω, ἴδε καὶ Ἡσυχ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο μέτρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράκρουσις «απάτη» + χοῖνιξ, -ικος «μέτρο χωρητικότητας» (πρβλ. ημι-χοίνικος)].