πατραδέλφεια

From LSJ
Revision as of 19:38, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρᾰδέλφεια Medium diacritics: πατραδέλφεια Low diacritics: πατραδέλφεια Capitals: ΠΑΤΡΑΔΕΛΦΕΙΑ
Transliteration A: patradélpheia Transliteration B: patradelpheia Transliteration C: patradelfeia Beta Code: patrade/lfeia

English (LSJ)

ἡ, A cousin by the father's side, A.Supp.38 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

πατρᾰδέλφεια: ἡ, συγγένεια ἐκ τοῦ ἀδελφοῦ πατρός, σφετεριξάμεναι πατραδέλφειαν, ἤτοι τὰς θυγατέρας τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πατρὸς αὐτῶν, δηλ. τῶν Δαναΐδων ἃς ἤθελον νὰ ἁρπάσωσιν οἱ υἱοὶ τοῦ Αἰγύπτου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 39.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
enfant de l’oncle ou de la tante paternels.
Étymologie: πατήρ, ἀδελφός.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η συγγενική σχέση από τον αδελφό του πατέρα, η συγγένεια μεταξύ τών παιδιών δύο αδελφών, ξαδερφοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + -αδέλφεια (< -άδελφος < ἀδελφός)].

Russian (Dvoretsky)

πατρᾰδέλφεια: v. l. πατραδελφία ἡ двоюродные братья и сестры по отцу Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατραδέλφεια -ας, ἡ [πατήρ, ἄδελφος] nicht (van vaderskant).