πειθός

From LSJ
Revision as of 19:41, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθός Medium diacritics: πειθός Low diacritics: πειθός Capitals: ΠΕΙΘΟΣ
Transliteration A: peithós Transliteration B: peithos Transliteration C: peithos Beta Code: peiqo/s

English (LSJ)

ή, όν, A = πιθανός, 1 Ep.Cor.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

πειθός: -ή, -όν, ἀνώμαλος τύπος τοῦ πιθανός, Ἐπιστ. πρώτη πρὸς Κορινθ. β΄, 4.

English (Strong)

from πείθω; persuasive: enticing.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
πιθανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + κατάλ. -ός].

Greek Monotonic

πειθός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος του πιθανός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

πειθός: убедительный (σοφίας λόγοι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειθός -ή -όν overtuigend.\n

Middle Liddell

πειθός, ή, όν late form of πιθανός, NTest.]

Chinese

原文音譯:peiqÒj 胚拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:能勸導的
字義溯源:善於勸導的,似真實的,可信的,誘惑的,委婉的;源自(ἐπισείω / πείθω)*=說服)。參讀 (ἐπακούω)同義字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 委婉的(1) 林前2:4