ἐπισείω

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισείω Medium diacritics: ἐπισείω Low diacritics: επισείω Capitals: ΕΠΙΣΕΙΩ
Transliteration A: episeíō Transliteration B: episeiō Transliteration C: episeio Beta Code: e)pisei/w

English (LSJ)

Ep. ἐπισσείω (as always in Hom.),
A shake at or against, τί τινι, esp. with the view of scaring, ὅτ' ἂν.. Ζεὺς.. αὐτὸς ἐπισσείῃσιν ἐρεμνὴν αἰγίδα πᾶσι Il.4.167, cf. 15.230; ἐπισείουσα τὸν λόφον ἐκπλήττει με Luc.DDeor.19.1, cf.2.2, etc.; τὰ δόρατα Hdn.2.13.4; ἐ. πόλεμον τῇ πατρίδι stir up.., J.BJ2.17.3; Πέρσας ἐ. hold them out as a threat, Plu.Them.4; but ἐ. τὴν χεῖρα, in token of assent or applause, Luc. Pr.Im.4, Bis Acc.28; ἐπὶ δ' ἔσεισεν κόμαν E.IT1276 (lyr.): abs., τόσσον ἐπισσείει so she seems to threaten, of a statue, AP9.755:—Pass., κόμαι ἐ. τοῖς κροτάφοις Lib.Decl.12.27: metaph., τὸν ἐπισεισθέντα τῶν παθῶν σκηπτόν Ph.1.210.
2. urge on, (ἵππον) S.Fr.147; ἐ. τινὶ τὰς δρακοντώδεις κόρας set them upon one, E.Or.255; ἐ. πόλιν σοί ib.613; μὴ 'πίσειέ μοι τὸν Μισγόλαν Alex.3; hurl at, τινὶ πέτρον Parth.14.4.
3. intr., assault, τοῖς τείχεσι D.S.13.94 codd.
4. shake so as to touch, Callistr.Stat.6, cf. Poll.4.147.

German (Pape)

[Seite 976] (s. σείω), ep. ἐπισσείω, entgegenschütteln, schwingen; Ζεὺς ἐπισσείῃσιν ἐρεμνὴν αἰγίδα πᾶσιν, gegen Alle schwinge Zeus seine Aegis, Il. 4, 167, vgl. 15, 230; μὴ 'πίσειέ μοι τὰς αἱματωποὺς καὶ δρακοντώδεις κόμας, rege nicht gegen mich auf, Eur. Or. 249, parodirt von Alexis bei Ath. VIII, 339 c; τὰ δόρατα Hdn. 2, 13, 8; τὸ ξίφος Luc. u. ä. a. Sp.; – τοὺς κρότους, in die Hände klatschen, Alciphr. 3, 71; τὴν χεῖρα, die Hand schütteln, Luc. gcyth. 11; übertr., πόλεμον, Krieg erregen, Ios.; τὸν δῆμον, aufregen, D. Hal.; pass., ἡ αἰγὶς ἐπεσείετο Luc. Tim. 3; übertr., φόβον τινί, Einem Furcht einjagen, Liban.; ähnl. τοὺς Πέρσας, mit den Persern drohen, diese drohend entgegenhalten, Plut. Them. 4. – Intraus., ἄχρι ἂν οἱ πολέμιοι τοῖς τείχεσιν ἐπισείωσι D. Sic. 13, 94, angreifen.

French (Bailly abrégé)

1 secouer sur ou contre (pour effrayer), agiter, brandir : τὴν αἰγίδα IL l'égide ; fig. τοὺς Πέρσας ἐπ. PLUT agiter comme un épouvantail le nom des Perses;
2 en b. part agiter en frappant : χεῖρα LUC battre des mains, applaudir.
Étymologie: ἐπί, σείω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισείω: эп. ἐπισσείω
1 потрясать, колебать (ἡ αἰγὶς ἐπεσείετο καὶ ἡ βροντὴ ἐπαταγεῖτο Luc.): ἐπισσείῃσιν ἐρεμνὴν αἰγίδα πᾶσιν Hom. (Зевс) потрясет страшной эгидой (и наведет ужас) на всех; ἐπισεῖσαι τὴν χεῖρα Luc. помахать рукой; τοὺς Πέρσας ἐ. пугать (досл. потрясать) именем персов;
2 возбуждать, подстрекать (πόλιν τινί Eur.): ἐ. τινὶ τὰς δρακοντώδεις κόρας Eur. насылать на кого-л. змеевидных дев (т. е. Эвменид);
3 (на кого или что-л.) бросаться, нападать (τοῖς τείχεσιν Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισείω: Ἐπικ. ἐπισσ- (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.): - σείω πρός τι ἢ ἐναντίον τινός, τί τινι, ἰδίως πρὸς ἐκφόβησιν ἢ καταπτόησιν, Ζεύς... αὐτὸς ἐπισσείῃσιν ἐρεμνὴν αἰγίδα πᾶσιν Ἰλ. Δ. 167, πρβλ. Ο. 230· ἐπισείουσα τὸν λόφον ἐκπλήττει με Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1, πρβλ. 2. 2, κλ.· ἐπ. πόλεμον, ἀνακινεῖν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 17, 3· Πέρσας ἐπ., ἐπισείειν αὐτοὺς ὡς ἀπειλήν, Πλουτ. Θεμ. 4· ἀλλά, ἐπ. τὴν χεῖρα, εἰς ἔνδειξιν συναινέσεως ἢ ἐπιδοκιμασίας, Λουκ. Σκύθ. 11, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 4, Δὶς Κατηγ. 28: - ἀπολ., ἐπὶ δ’ ἔσειε κόμαν Εὐρ. Ι. Τ. 1276· τόσσον ἐπισσείει, οὕτω φαίνεται ἐπαπειλοῦσα, ἐπὶ ἀγάλματος Σκύλλης, Ἀνθ. Π. 9. 755. 2) παροτρύνω, παρορμῶ, ἵππον Σοφ. Ἀποσπ. 159· ἐπ. τινὶ τὰς δρακοντώδεις κόρας, παρορμῶν αὐτὰς ἐναντίον τινός, Εὐρ. Ὀρ. 255· ἐπ. πόλιν σοι αὐτόθι 613· ὦ μῆτερ, ἱκετεύω σε μὴ ’πίσειέ μοι τὸν Μισγόλαν Ἄλεξ. ἐν «Ἀγωνίδι ἢ Ἱππίσκῳ» 1. 3) ἀμεταβ., ἐπιτίθεμαι, προσβάλλω, τινὶ Διόδ. 13. 94. 4) σείω τι οὕτως ἐπί τινος ὥστε νὰ ἐγγίζη ἐπ’ αὐτοῦ, ταῖς παρειαῖς ἐπέσειε τὸν βόστρυχον Καλλιστράτου Ἐκφράσεις 6, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 147.

English (Autenrieth)

shake or brandish over or against; τινί, Δ 1, Il. 15.230. (Il.)

Greek Monolingual

(AM ἐπισείω) σείω
σείω, κουνώ κάτι εναντίον κάποιου, κυρίως για εκφοβισμό («Ζεύς... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾶσιν», Ομ. Ιλ.)
μσν.
μέσ. ἐπισείομαι
1. κουνώ κάτι
2. απομακρύνω, διώχνω
αρχ.
1. απόλ. (για άγαλμα) παρουσιάζομαι, φαίνομαι απειλητικός
2. προκαλώ κάτι, βάζω κάτι μέσα σε κάποιον («φόβους ἐπέσεισε τῇ βουλῇ», Λιβάν.)
3. παρακινώ, προτρέπω, ερεθίζω
4. (αμτβ.) προσβάλλω, επιτίθεμαι («ἄχρις ἂν οἱ πολέμιοι τοῖς τείχεσι ἐπισείωσι», Διόδ. Σικ.)
5. κουνώ κάτι ελαφρά πάνω σε άλλο, χαϊδεύω
6. φρ. «ἐπισείω τήν χεῖρα» — κουνώ το χέρι για να δείξω συναίνεση.

Greek Monotonic

ἐπισείω: Επικ. ἐπισσ-, μέλ. -σω,
1. σείω προς ή εναντίον, με στόχο να φοβίσω, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· Πέρσας ἐπ., επισείει αυτούς ως απειλή, σε Πλούτ.· αλλά, ἐπ.τὴν χεῖρα, ως ένδειξη συναίνεσης, σε Λουκ.
2. επιτίθεμαι σε κάποιον, προσβάλλω, με δοτ., σε Ευρ.

Middle Liddell

epic ἐπισσ- fut. σω
1. to shake at or against, with the view of scaring, τί τινι Il., Eur.; Πέρσας ἐπ. to hold them out as a threat, Plut.; but, ἐπ. τὴν χεῖρα, in token of assent, Luc.
2. to set upon one, c. dat., Eur.

Chinese

原文音譯:pe⋯qw 胚拖
詞類次數:動詞(55)
原文字根:勸導 相當於: (בָּטוּחַ‎ / בָּטַח‎) (חָסָה‎)
字義溯源:說服*,撫慰,調解,仗,依,靠,依靠,勸,勸化,勸說,勸勉,聽勸,聽從,依從,順從,附從,隨從,信從,信賴,信靠,深信,確信,信,同意,答覆,安穩,安撫,滿足,挑唆,引誘,託情。參讀 (ἀναπείθω)同義字
同源字:1) (ἀναπείθω)引起 2) (ἀπείθεια)不信的 3) (ἀπειθέω)不信從 4) (ἀπειθής)不受勸導的 5) (εὐπειθής)善從勸導 6) (πειθαρχέω)順從 7) (πειθός / πειθώ / πιθός)善於勸導的 8) (ἐπισείω / πείθω)說服 9) (πεισμονή)說服力 10) (πεποίθησις)信賴 11) (πιθανολογία)勸誘遊說 12) (πιστεύω)相信
出現次數:總共(54);太(3);可(1);路(4);徒(17);羅(5);林後(4);加(4);腓(6);帖後(1);提後(2);門(1);來(4);雅(1);約壹(1)
譯字彙編
1) 深信(8) 羅2:19; 羅14:14; 羅15:14; 林後2:3; 加5:10; 提後1:12; 門1:21; 來6:9;
2) 我深信(5) 徒26:26; 羅8:38; 腓1:6; 腓2:24; 提後1:5;
3) 順從(3) 羅2:8; 加3:1; 加5:7;
4) 附從(2) 徒5:36; 徒5:37;
5) 勸化(2) 徒18:4; 徒19:8;
6) 挑唆(2) 太27:20; 徒14:19;
7) 靠(2) 可10:24; 腓3:4;
8) 你們要依從(1) 來13:17;
9) 我要說服(1) 加1:10;
10) 信賴(1) 來2:13;
11) 我們確信(1) 來13:18;
12) 就深信(1) 腓1:14;
13) 可以安穩(1) 約壹3:19;
14) 我⋯深信(1) 腓1:25;
15) 靠⋯的(1) 腓3:3;
16) 我們⋯深信(1) 帖後3:4;
17) 我們⋯依(1) 林後1:9;
18) 你⋯勸說(1) 徒26:28;
19) 信(1) 林後10:7;
20) 他們仍將⋯聽勸(1) 路16:31;
21) 託了⋯的情(1) 徒12:20;
22) 順服(1) 雅3:3;
23) 信從的(1) 徒28:24;
24) 他們確信(1) 路20:6;
25) 他們聽從了(1) 徒5:40;
26) 仗(1) 路18:9;
27) 所倚靠的(1) 路11:22;
28) 他倚(1) 太27:43;
29) 我們會勸(1) 太28:14;
30) 勸(1) 徒13:43;
31) 聽了勸(1) 徒17:4;
32) 信從(1) 徒27:11;
33) 勸勉(1) 徒28:23;
34) 隨從(1) 徒23:21;
35) 聽勸(1) 徒21:14;
36) 引誘(1) 徒19:26;
37) 我們就勸勉(1) 林後5:11