περιτραχήλιος

Revision as of 20:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A round the neck, Hsch. s.v. κλοιός ; κόσμος EM477.31,al. II Subst. περιτρᾰχήλιον, τό, neckpiece, gorget, IG22.1492.54, Str.3.4.17(pl.), Plu.Alex.32,Arr.Epict.3.14.12,POxy. 1273.7 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 597] um den Hals gehend; τὸ π., Halsband, Plut. Alex. 32.

Greek (Liddell-Scott)

περιτρᾰχήλιος: -ον, ὁ περὶ τὸν τράχηλον, Ἡσύχ. ἐν λέξει κλοιός, Ἐτυμολ. Μέγ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περιτραχήλιον, τὸ, κόσμημα τοῦ τραχήλου, ὅρμος, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 8, Πλουτ. Ἀλέξ. 32. ΙΙ. = ἐπιτραχήλιον, Ψευδο-Γερμαν. 393C.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ περιτράχηλος
1. ο γύρω από τον τράχηλο, αυτός που περιβάλλει τον τράχηλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιτραχήλιον
περιδέραιο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το επιτραχήλιο, το πετραχήλι.