πλατειασμός

From LSJ
Revision as of 20:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτειασμός Medium diacritics: πλατειασμός Low diacritics: πλατειασμός Capitals: ΠΛΑΤΕΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: plateiasmós Transliteration B: plateiasmos Transliteration C: plateiasmos Beta Code: plateiasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A broad Doric accent, pl. in form πλατεασμοί, Quint.Inst.1.5.32.

German (Pape)

[Seite 626] ὁ, die platte, breite Aussprache, bes. der Dorier, Quinctil. 1, 5, 32.

Greek Monolingual

και πλατυασμός, ο / πλατειασμός, ΝΑ πλατειάζω
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλατειάζω, η επέκταση του λόγου με περιττές ή ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογία, πολυλογία
αρχ.
η τραχιά, βαριά, δωρική προφορά τών λέξεων.