πηδητής

From LSJ
Revision as of 20:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηδητής Medium diacritics: πηδητής Low diacritics: πηδητής Capitals: ΠΗΔΗΤΗΣ
Transliteration A: pēdētḗs Transliteration B: pēdētēs Transliteration C: piditis Beta Code: phdhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A leaper, dancer, Ptol.Tetr.64.

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, der Springer, Hüpfer, Tänzer (?).

Greek (Liddell-Scott)

πηδητής: -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, χορευτής, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ πηδώ
αυτός που πηδά, που έχει την ικανότητα να πηδά
νεοελλ.
ζωολ.
νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα πίσω πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις της κεντρικής και της νότιας Αφρικής
αρχ.
χορευτής («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.).