πολλαπλασιάζω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
A multiply, ἀριθμοὶ πολλαπλασιάσαντες ἀλλήλους Euc.7.30, cf. Archim.Aren.3.6; ὁ Α τὸν Β -πλασιάσας τὸν Δ πεποίηκεν Euc.7.16; also ἀριθμοὺς δι' ἀλλήλων π. Papp.22.4, Hero Metr.2 Praef.; τι ἐπί τι ib.1.5, 2.3: generally, Porph.Gaur.7.2:—Pass., Archim. Sph.Cyl.1.2, etc.: c. dat., to be multiplied by…, Arist.Ph.237b33, Archim.Aren.3.7; ἐπί τι Euc.9.36; κατά τι Papp.100.20. II metaph., multiply, increase, εὐεργετήματα, ἐμπειρίαν, Plb.30.4.13, D.S. 1.1.
German (Pape)
[Seite 658] vervielfältigen; Pol. 30, 4, 13; Plut. Lys. 5; ἡ ἑξὰς ὑπὸ τῆς τετράδος πολλαπλασιασθεῖσα, multiplicirt, Symp. 9, 3, 2, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλᾰσιάζω: ὡς καὶ νῦν, ἀριθμοὶ πολλαπλασιάσαν τες ἀλλήλους Εὐκλ. 7. 10· μεταφορ., Πολύβ. 30. 4, 13, Διόδ. 1, 1. ― Παθ., Ἀριστ. Φυσ. 6. 7, 2.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πολλαπλάσιος
1. κάνω κάτι πολλές φορές μεγαλύτερο, αυξάνω κάτι κατά το μέγεθος ή κατά την ποσότητα
2. κάνω πολλαπλασιασμό, αυξάνω αριθμό με πολλαπλασιασμό («ὁ Α τὸν Β πολλαπλασιάσας τον Δ πεποίηκεν», Ευκλ.)
3. μτφ. πληθύνω (α. «πολλαπλασιάστηκαν τα δεινά» β. «πολλαπλασιάζειν τὰ ευεργετήματα», Πολ.)
νεοελλ.
εντείνω, επαυξάνω («πρέπει να πολλαπλασιάσουμε τις προσπάθειες μας»).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολλαπλασιάζω [πολλαπλάσιος] vermenigvuldigen.
Russian (Dvoretsky)
πολλαπλᾰσιάζω:
1) умножать: πολλαπλασιασθεὶς τῷ πλήθει τῶν μορίων Arst. умноженный на число частей; ἡ ἑξὰς ὑπὸ τῆς τετράδος πολλαπλασιασθεῖσα Plut. шесть помноженное на четыре;
2) увеличивать, расширять Polyb., Diod.