πολυαῦλαξ

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαῦλαξ Medium diacritics: πολυαῦλαξ Low diacritics: πολυαύλαξ Capitals: ΠΟΛΥΑΥΛΑΞ
Transliteration A: polyaûlax Transliteration B: polyaulax Transliteration C: polyaylaks Beta Code: poluau=lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, ἡ, τό, A with many furrows, πεδίον π. AP6.238 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 660] ακος, von vielen Furchen, πεδίον, Apollnds. 5 (VI, 238).

Greek (Liddell-Scott)

πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς αὔλακας, πεδίου, πολυαύλακος, ἀντίθετ. τῷ ὀλιγαῦλαξ, Ἀνθ. Π. 6. 238· Αἴγυπτος Χρησ. Σιβ. 4. 72.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ, ἡ)
aux nombreux sillons, vaste.
Étymologie: πολύς, αὖλαξ.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια
2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. ολιγ-αύλαξ)].

Greek Monotonic

πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολυαῦλαξ: ᾰκος adj. с многочисленными бороздами (πεδίον Anth.).

Middle Liddell

πολυ-αῦλαξ, ακος,
with many furrows, Anth.