πολυβόλος

From LSJ
Revision as of 21:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβόλος Medium diacritics: πολυβόλος Low diacritics: πολυβόλος Capitals: ΠΟΛΥΒΟΛΟΣ
Transliteration A: polybólos Transliteration B: polybolos Transliteration C: polyvolos Beta Code: polubo/los

English (LSJ)

ον, A throwing many missiles, καταπάλτης Ph. Bel.73.34.

German (Pape)

[Seite 660] καταπέλτης, die viele Pfeile werfende Katapulte, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων πολλὰ βλήματα, ἐπὶ καταπέλτου, Ἀρχ. Μαθ. 73. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.

Greek Monolingual

-ον, ΝΜΑ
1. αυτός που ρίχνει πολλά βλήματα
2. αυτός που ρίχνει βλήματα με μεγάλη συχνότητα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πολυβόλο
φορητό όπλο που μπορεί να εκτελεί βολή κατά βολή ή βολή κατά ριπές
2. φρ. «το στόμα του πάει πολυβόλο» — λέγεται για άτομο που μιλάει πολύ γρήγορα και ακατάσχετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο-βόλος.