προαποπνέω
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
A blow early, Plu.Sert.17.
Greek Monolingual
Α
πνέω, φυσώ προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀποπνέω «πνέω, φυσώ»].
Russian (Dvoretsky)
προαποπνέω: начинать веять или дуть Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αποπνέω eerst waaien vanuit (een bep. richting):. αὔρα μαλακὴ προαπέπνει eerst woei er een lichte zeebries (vanuit zee) Plut. Sert. 17.9.