προβουλή

From LSJ
Revision as of 21:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβουλή Medium diacritics: προβουλή Low diacritics: προβουλή Capitals: ΠΡΟΒΟΥΛΗ
Transliteration A: proboulḗ Transliteration B: proboulē Transliteration C: provouli Beta Code: proboulh/

English (LSJ)

ἡ, A forethought, ἐκ προβουλῆς of malice aforethought, Antipho 1.5, D.C.47.4, etc. II standing committee, ἡ βουλὴ καὶ ἡ π. dub. in BCH26.168 (Syria, i/ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 713] ἡ, Vorberathung, Überlegung; ἐκ προβουλῆς, Antiph. 1, 3; D. Cass. 47, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προβουλή: ἡ, πρόνοια, προμελέτη, ἐκ προβουλῆς, ἐκ προμελέτης τοῦ κακοῦ, Ἀντιφῶν 112. 10, Δίων Κ. 47. 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
délibération préalable.
Étymologie: προβουλεύω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. σκέψη ή απόφαση που προηγείται, προμελέτη
2. μόνιμη επιτροπή («ἡ βουλὴ καὶ ἡ προβουλή», επιγρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βουλή «σκέψη»].