προδιαπίπτω
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
A err through haste, Stoic.3.147.
Greek (Liddell-Scott)
προδιαπίπτω: διαπίπτω, πίπτω διὰ μέσου ἢ ἀποτυγχάνω πρότερον, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 234.