προμανθάνω

Revision as of 21:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A learn beforehand, and (aor.) know beforehand, ἄγνωμον τὸ μὴ προμαθεῖν Pi.O.8.60, cf. Com.Adesp.785 (= Trag.Adesp.241); οὔτε π. οὐδὲν οὔτ' ἐπιμαθών Th.1.138: c. acc., learn gradually or by rote, ἄθλους προμαθεῖν E.Fr.912.10 (anap.); ᾆσμα Ar.Nu.966; μαθήματα Pl.Lg.643c: c. gen., dub. in Call.Fr.anon.205: c. inf., ἀνάγκῃ προὔμαθον στέργειν τάδε (κακά Sch.) S.Ph.538.

German (Pape)

[Seite 733] (s. μανθάνω), vorher lernen, erfahren; τὸ μὴ προμαθεῖν, Pind. Ol. 8, 60; ἀνάγκῃ προὔμαθον στέργειν κακά, Soph. Phil. 534; Ar. Nubb. 953; προμεμαθηκέναι, Plat. Legg. I, 643 c; Thuc. 1, 138.

Greek (Liddell-Scott)

προμανθάνω: μανθάνω προηγουμένως, καὶ (ἐν τῷ ἀορ.) γινώσκω προηγουμένως, Πινδ. Ο. 8. 79, καὶ Ἀττ.· οὔτε πρ. τι οὔτ’ ἐπιμαθὼν Θουκ. 1. 138. ― μετ’ αἰτ., προδιδάσκομαι, συνηθίζω ἐκ τῶν προτέρων, ἄθλους προμαθεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 904. 10· ᾆσμα, Ἀριστοφ. Νεφ. 966· μαθήματα Πλάτ. Νόμ. 643C· μετ’ ἀπαρ. προὔμαθον στέργειν τάδε Σοφ. Φιλ. 538.

French (Bailly abrégé)

f. προμαθήσομαι, ao.2 προὔμαθον, etc.
apprendre d’avance ; à l’ao.2 avoir appris d’avance, savoir, acc..
Étymologie: πρό, μανθάνω.

English (Slater)

προμανθάνω
   1 learn beforehand, be foresighted ἄγνωμον τὸ μὴ προμᾰθεῖν (O. 8.60)

Greek Monolingual

Α
1. μαθαίνω προηγουμένως
2. (στον αόρ.) προέμαθον
γνωρίζω εκ τών προτέρων, από προηγούμενη μάθηση («ἄγνωμον τὸ μὴ προμαθεῑν», Πίνδ.)
3. (με αιτ.) α) προδιδάσκομαι ή συνηθίζω κάτι εκ τών προτέρων
β) μαθαίνω κάτι σταδιακά ή μηχανικά («ἄθλους προμαθεῑν», Ευρ.).

Greek Monotonic

προμανθάνω: μαθαίνω από πριν και (σε αόρ. βʹ προὔμαθον) γνωρίζω από πριν, σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.· με αιτ., μαθαίνω μηχανικά, σε Αριστοφ.· με απαρ., προὔμαθον στέργειν τάδε, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

προμανθάνω: ранее изучать, предварительно усваивать (μαθήματα Plat.; ᾆσμα Arph.): οὔτε προμαθὼν ἐς (τὴν οἰκείαν) οὐδὲν οὔτ᾽ ἐπιμαθών Thuc. ни предыдущее, ни последующее учение ничего не прибавило к природным дарованиям (Фемистокла); προὔμαθον στέργειν κακά Soph. я свыкся со (своими) страданиями.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-μανθάνω, aor. προύμαθον en προέμαθον, vooraf leren:; προμαθεῖν ᾆσμα tevoren een lied leren Aristoph. Nub. 966; οὔτε προμαθὼν οὐδὲν οὔτ ’ ἐπιμαθών zonder er van tevoren of erna iets van te hebben geleerd Thuc. 1.138.3; met inf.. προὔμαθον στέργειν τάδε ik heb geleerd met deze situatie te leven Soph. Ph. 538.

Middle Liddell


to learn beforehand, and (in aor2 προὔμαθον) to know beforehand, Pind., Thuc., etc.:—c. acc. to learn by rote, Ar.: c. inf., προὔμαθον στέργειν τάδε Soph.