προσήδομαι
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
Pass., A to be delighted at or in, aor. Pass. -ήσθην, dub. in Hsch. s.v. ποθήνυτο. προσήϊξαι, v. προσέοικα. προσηκάμην, v. προσίημι.
German (Pape)
[Seite 764] sich dazu, dabei freuen, ergötzen, vergnügen (?).
Greek (Liddell-Scott)
προσήδομαι: Παθ., εὐχαριστοῦμαι, τέρπομαι ἐπί τινι, Ἡσύχ. ἐν λ. ποθήνυτο.