προσεγείρω

From LSJ
Revision as of 22:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεγείρω Medium diacritics: προσεγείρω Low diacritics: προσεγείρω Capitals: ΠΡΟΣΕΓΕΙΡΩ
Transliteration A: prosegeírō Transliteration B: prosegeirō Transliteration C: prosegeiro Beta Code: prosegei/rw

English (LSJ)

A lift up, στέρνον Philostr.Gym.35. II stimulate, excite, αὐλῷ τινα ib.55, cf. VS2.9.2; cf. προσεγρήγορα.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐγείρω
μσν.
μέσ. προσεγείρομαι
σηκώνομαι από σεβασμό μπροστά σε κάποιον και του παραχωρώ τη θέση μου
αρχ.
1. σηκώνω, υψώνω («προσεγείρειν στέρνον», Φιλόστρ.)
2. διεγείρω, ερεθίζω, παροξύνω.

Russian (Dvoretsky)

προσεγείρω: (pf. προσεγρήγορα) держать в бодрствующем состоянии, не давать уснуть (τινά Arst.).