πυριφεγγής
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ές, A fire-blazing, fiery, Orph.A.214, PMag.Par.1.960.
German (Pape)
[Seite 823] ές, feuerleuchtend, Orph. Arg. 212 H. 51, 9.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐφεγγής: -ές, φέγγων ὡς τὸ πῦρ, πυραυγής, Πρόκλ. Ὕμν. 4. 5, Ὀρφ. Ἀργ. 212.
Spanish
Greek Monolingual
και πυροφεγγής, -ές, Α
αυτός που φέγγει, που λάμπει σαν τη φωτιά, πυραυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- / πυρο- (βλ. λ. πυρ) + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αστερο-φεγγής].