πύρρα

From LSJ
Revision as of 22:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύρρᾱ Medium diacritics: πύρρα Low diacritics: πύρρα Capitals: ΠΥΡΡΑ
Transliteration A: pýrra Transliteration B: pyrra Transliteration C: pyrra Beta Code: pu/rra

English (LSJ)

ἡ, (πυρρός) A a red-coloured bird, Ael.NA4.5.

Greek (Liddell-Scott)

πύρρᾱ: ἡ, (πυρρὸς) πτηνόν τι ἐρυθρὸν τὸ χρῶμα, Αἰλ. περὶ Ζῴων 4. 5. ΙΙ. μυθολογικὸν ὄνομα τῆς Θεσσαλίας, ἡ ἐρυθρὰ γῆ, ὅθενμῦθος τῆς Πύρρας καὶ τοῦ Δευκαλίωνος, M. Müller Sc. of Lang. I. σ. 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sorte d’oiseau rouge.
Étymologie: πυρρός.

Greek Monolingual

ἡ, ΝΑ πυρρός
ως κύριο όν. Πύρρα
κόρη του Επιμηθέως και της Πανδώρας και σύζυγος του Δευκαλίωνος
αρχ.
1. ως κύριο όν. μυθική ονομασία της Θεσσαλίας προερχόμενη από τον μύθο της Πύρρας και του Δευκαλίωνος
2. (ως προσηγορ.) είδος πτηνού με κόκκινο χρώμα.