σκοτερός

From LSJ
Revision as of 09:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτερός Medium diacritics: σκοτερός Low diacritics: σκοτερός Capitals: ΣΚΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: skoterós Transliteration B: skoteros Transliteration C: skoteros Beta Code: skotero/s

English (LSJ)

ά, όν,= A σκότιος, ὄρφνη Orph.A.1042 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 905] = σκότιος, Otph. Arg. 1040 (vgl. νύκτερος, ζοφερός).

Greek (Liddell-Scott)

σκοτερός: -ά, -όν, = σκότιος, σκ. νὺξ Ὀρφ. Ἀργ. 1045· πρβλ. νύκτερος ἀντὶ νύχιος, ζοφερὸς ἀντὶ ζόφιος, δνοφερός, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό, και ποιητ. τ. θηλ. σκοτερά, Ν
σκοτεινός, σκότιος («ήτανε νύχτα σκοτερή στα ουράνια», Εφταλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + επίθημα -ερός (πρβλ. ζοφ-ερός)].