σταχυμήτωρ

From LSJ
Revision as of 09:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠμήτωρ Medium diacritics: σταχυμήτωρ Low diacritics: σταχυμήτωρ Capitals: ΣΤΑΧΥΜΗΤΩΡ
Transliteration A: stachymḗtōr Transliteration B: stachymētōr Transliteration C: stachymitor Beta Code: staxumh/twr

English (LSJ)

ορος, ἡ, A mother of ears of corn, of Isis, APl.4.264; τύρσις, of Egypt, Sammelb.5829.7.

German (Pape)

[Seite 931] ἡ, Mutter der Aehre, Isis, Ep. ad. 271 (Plan. 264).

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυμήτωρ: -ορος, ἡ, μήτηρ τῶν σταχύων, τοῦ σίτου, ἐπὶ τῆς Ἴσιδος, Ἀνθ. Πλαν. 264.

French (Bailly abrégé)

ορος (ἡ) :
mère des épis.
Étymologie: στάχυς, μήτηρ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(για την Ίσιδα) η μητέρα τών σταχιών, τών σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς + μήτηρ.

Greek Monotonic

στᾰχυμήτωρ: -ορος, ἡ, μητέρα σταχυών σιταριού, λέγεται για την Ίσιδα, σε Ανθ.

Middle Liddell

στᾰχυ-μήτωρ, ορος, ἡ,
mother of ears of corn, Anth.