στολίδωμα

From LSJ
Revision as of 09:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολίδωμα Medium diacritics: στολίδωμα Low diacritics: στολίδωμα Capitals: ΣΤΟΛΙΔΩΜΑ
Transliteration A: stolídōma Transliteration B: stolidōma Transliteration C: stolidoma Beta Code: stoli/dwma

English (LSJ)

ατος, τό, A fold, περισφίγγει -ώμασι πέπλος AP5.103 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 946] τό, Falte, πέπλου M. Arg. 3 (V, 104).

Greek (Liddell-Scott)

στολίδωμα: τό, πτυχή, «σοῦφρα», «λόξα», πέπλου Ἀνθ. Π. 5. 104.

Greek Monolingual

τὸ, Α στολιδοῡμαι
πτυχή ενδύματος, πιέτα («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι πέπλος», Ανθ. Παλ.).

Russian (Dvoretsky)

στολίδωμα: ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.).